γκλιτσαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκλιτσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γκλιτσάρω < γκλιτς < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch
Μετοχή
επεξεργασίαγκλιτσαρισμένος, -η, -ο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γκλιτσάρω
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει χάσει την αναμενομένη του λειτουργία, έχει πάθει γκλιτσάρισμα και δεν αποδίδει σωστά
- ↪ Για να αναπτυχθεί το παιχνίδι πριν την ανακοινωμένη ημερομηνία, οι προγραμματιστές έκαναν πολλές οικονομίες με αποτέλεσμα να βγει ημιτελής και γκλιτσαρισμένη η πρώτη κυκλοφορία.
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει χάσει την αναμενομένη του λειτουργία, έχει πάθει γκλιτσάρισμα και δεν αποδίδει σωστά