Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκλιτσάρω < γκλιτς + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch

  Ρήμα επεξεργασία

γκλιτσάρω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία