γκλιτσάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκλιτσάρω < γκλιτς + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch
Ρήμα
επεξεργασίαγκλιτσάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) χάνω την αναμενομένη μου λειτουργία, παθαίνω γκλιτς και δεν αποδίδω σωστά
- (αργκό) (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.)
- ⮡ Αχ δεν μπορώ πια, έχει γκλιτσάρει τελείως το παιχνίδι.
- (αργκό, κατ’ επέκταση, σκωπτικό) (για πρόσωπο) μπερδεύομαι τελείως και χάνω τη δυνατότητα να αντιδράσω, από έκπληξη, θαυμασμό ή άλλα δυνατά συναισθήματα
- ⮡ Γκλίτσαρε ο άνθρωπος να πούμε, και δεν μπόρεσε να εκφραστεί!
- (αργκό, γενικότερα, σπάνιο) (για οτιδήποτε)
- (αργκό) (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκλιτσάρω | γκλίτσαρα | θα γκλιτσάρω | να γκλιτσάρω | γκλιτσάροντας | |
β' ενικ. | γκλιτσάρεις | γκλίτσαρες | θα γκλιτσάρεις | να γκλιτσάρεις | γκλίτσαρε | |
γ' ενικ. | γκλιτσάρει | γκλίτσαρε | θα γκλιτσάρει | να γκλιτσάρει | ||
α' πληθ. | γκλιτσάρουμε | γκλιτσάραμε | θα γκλιτσάρουμε | να γκλιτσάρουμε | ||
β' πληθ. | γκλιτσάρετε | γκλιτσάρατε | θα γκλιτσάρετε | να γκλιτσάρετε | γκλιτσάρετε | |
γ' πληθ. | γκλιτσάρουν(ε) | γκλίτσαραν γκλιτσάραν(ε) |
θα γκλιτσάρουν(ε) | να γκλιτσάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκλίτσαρα | θα γκλιτσάρω | να γκλιτσάρω | γκλιτσάρει | ||
β' ενικ. | γκλίτσαρες | θα γκλιτσάρεις | να γκλιτσάρεις | γκλίτσαρε | ||
γ' ενικ. | γκλίτσαρε | θα γκλιτσάρει | να γκλιτσάρει | |||
α' πληθ. | γκλιτσάραμε | θα γκλιτσάρουμε | να γκλιτσάρουμε | |||
β' πληθ. | γκλιτσάρατε | θα γκλιτσάρετε | να γκλιτσάρετε | γκλιτσάρτε | ||
γ' πληθ. | γκλίτσαραν γκλιτσάραν(ε) |
θα γκλιτσάρουν(ε) | να γκλιτσάρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκλιτσάρει | είχα γκλιτσάρει | θα έχω γκλιτσάρει | να έχω γκλιτσάρει | ||
β' ενικ. | έχεις γκλιτσάρει | είχες γκλιτσάρει | θα έχεις γκλιτσάρει | να έχεις γκλιτσάρει | έχε γκλιτσαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει γκλιτσάρει | είχε γκλιτσάρει | θα έχει γκλιτσάρει | να έχει γκλιτσάρει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκλιτσάρει | είχαμε γκλιτσάρει | θα έχουμε γκλιτσάρει | να έχουμε γκλιτσάρει | ||
β' πληθ. | έχετε γκλιτσάρει | είχατε γκλιτσάρει | θα έχετε γκλιτσάρει | να έχετε γκλιτσάρει | έχετε γκλιτσαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γκλιτσάρει | είχαν γκλιτσάρει | θα έχουν γκλιτσάρει | να έχουν γκλιτσάρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γκλιτσαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γκλιτσαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γκλιτσαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γκλιτσαρισμένο |