Ετυμολογία

επεξεργασία
γκλιτσάρω < γκλιτς + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch

γκλιτσάρω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία