γκλιτς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γκλιτς < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκλιτς ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλισμός, διαδικτυακή αργκό, καθομιλουμένη, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) λειτουργία εφαρμογής ή άλλου προγράμματος που δε δουλεύει ως αναμένεται
- ⮡ Γιατί εμφανίζεται στους λίσενερς αν δεν είναι εδώ; -Άσ' το, έχει γκλιτς.
- ≈ συνώνυμα: μπαγκ, κόλλημα, σφάλμα, δυσλειτουργία