μπαγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαγκ ουδέτερο άκλιτο (ενίοτε με πληθυντικό μπαγκς κατά το αγγλικό bugs)
Συνώνυμα
επεξεργασία(για δυσλειτουργικότητα)
(για υστέρηση φάσης)
(για ανανταποκριτικότητα (unresponsiveness))