μπαγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπαγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαγκ ουδέτερο άκλιτο (ενίοτε με πληθυντικό μπαγκς κατά το αγγλικό bugs)
![]() |
μπαγκ ουδέτερο άκλιτο (ενίοτε με πληθυντικό μπαγκς κατά το αγγλικό bugs)