Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκλιτσάρισμα τα γκλιτσαρίσματα
      γενική του γκλιτσαρίσματος των γκλιτσαρισμάτων
    αιτιατική το γκλιτσάρισμα τα γκλιτσαρίσματα
     κλητική γκλιτσάρισμα γκλιτσαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκλιτσάρισμα < γκλιτσάρω + -ισμα < γκλιτς < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκλιτσάρισμα ουδέτερο

 συνώνυμα: γκλιτς, μπαγκ, μπαγκάρισμα, σφάλμα, δυσλειτουργία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία