γκλιτσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγκλιτσάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γκλιτσάρω
- ⮡ Όποιος βρίσκει τυχόν γκλιτσαρίσματα μπορεί να τα αναφέρει στους ντεβέλοπερ, παρέχοντας τον τρόπο αναπαραγωγής του σφάλματος και συνεπώς να δοθεί ανταμοιβή.