Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπαγκάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπαγκάρισμα
τα
μπαγκαρίσμα
τ
α
γενική
του
μπαγκαρίσμα
τ
ος
των
μπαγκαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μπαγκάρισμα
τα
μπαγκαρίσμα
τ
α
κλητική
μπαγκάρισμα
μπαγκαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπαγκάρισμα
<
μπαγκάρω
+
-ισμα
<
μπαγκ
< (
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
bug
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαγκάρισμα
ουδέτερο
(
διαδικτυακή αργκό
,
νεολογισμός
,
ανεπίσημο
,
πληροφορική
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
μπαγκάρω
≈
συνώνυμα
:
μπαγκ
,
γκλιτς
,
γκλιτσάρισμα
,
σφάλμα
,
δυσλειτουργία
Συγγενικά
επεξεργασία
μπαγκάρω
μπαγκαρισμένος
μπαγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαγκάρισμα
αγγλικά
:
bug
(en)
,
glitch
(en)
,
error
(en)
,
malfunction
(en)
γερμανικά
:
Fehler
(de)
σλοβακικά
:
chyba
(sk)