Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαγκαρισμένος η μπαγκαρισμένη το μπαγκαρισμένο
      γενική του μπαγκαρισμένου της μπαγκαρισμένης του μπαγκαρισμένου
    αιτιατική τον μπαγκαρισμένο την μπαγκαρισμένη το μπαγκαρισμένο
     κλητική μπαγκαρισμένε μπαγκαρισμένη μπαγκαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαγκαρισμένοι οι μπαγκαρισμένες τα μπαγκαρισμένα
      γενική των μπαγκαρισμένων των μπαγκαρισμένων των μπαγκαρισμένων
    αιτιατική τους μπαγκαρισμένους τις μπαγκαρισμένες τα μπαγκαρισμένα
     κλητική μπαγκαρισμένοι μπαγκαρισμένες μπαγκαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαγκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπαγκάρω < μπαγκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug

  Μετοχή επεξεργασία

μπαγκαρισμένος

 συνώνυμα: γκλιτσαρισμένος, δυσλειτουργικός, ελαττωματικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία