μπαγκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπαγκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπαγκάρω < μπαγκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug
Μετοχή
επεξεργασία
μπαγκαρισμένος
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπαγκάρω
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει σφάλματα (μπαγκ) και προβλήματα λειτουργίας
- ⮡ Όταν βγήκε η εφαρμογή ήταν πολύ μπαγκαρισμένη.
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει σφάλματα (μπαγκ) και προβλήματα λειτουργίας