μπαγκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαγκάρω < μπαγκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug
Ρήμα
επεξεργασίαμπαγκάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική)
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) παρουσιάζω σφάλματα (μπαγκ) και προβλήματα λειτουργίας
- ↪ Δεν ξέρω τι έγινε. Το κινητό μου άρχισε να μπαγκάρει και με πέταξε απ' το τσατ.
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) παρουσιάζω σφάλματα (μπαγκ) και προβλήματα λειτουργίας
Συνώνυμα
επεξεργασία(για δυσλειτουργικότητα)
(για υστέρηση φάσης)
(για ανανταποκριτικότητα (unresponsiveness))
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαγκάρω | μπάγκαρα | θα μπαγκάρω | να μπαγκάρω | μπαγκάροντας | |
β' ενικ. | μπαγκάρεις | μπάγκαρες | θα μπαγκάρεις | να μπαγκάρεις | μπάγκαρε | |
γ' ενικ. | μπαγκάρει | μπάγκαρε | θα μπαγκάρει | να μπαγκάρει | ||
α' πληθ. | μπαγκάρουμε | μπαγκάραμε | θα μπαγκάρουμε | να μπαγκάρουμε | ||
β' πληθ. | μπαγκάρετε | μπαγκάρατε | θα μπαγκάρετε | να μπαγκάρετε | μπαγκάρετε | |
γ' πληθ. | μπαγκάρουν(ε) | μπάγκαραν μπαγκάραν(ε) |
θα μπαγκάρουν(ε) | να μπαγκάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαγκάρισα | θα μπαγκαρίσω | να μπαγκαρίσω | μπαγκαρίσει | ||
β' ενικ. | μπαγκάρισες | θα μπαγκαρίσεις | να μπαγκαρίσεις | μπαγκάρισε | ||
γ' ενικ. | μπαγκάρισε | θα μπαγκαρίσει | να μπαγκαρίσει | |||
α' πληθ. | μπαγκαρίσαμε | θα μπαγκαρίσουμε | να μπαγκαρίσουμε | |||
β' πληθ. | μπαγκαρίσατε | θα μπαγκαρίσετε | να μπαγκαρίσετε | μπαγκαρίστε | ||
γ' πληθ. | μπαγκάρισαν μπαγκαρίσαν(ε) |
θα μπαγκαρίσουν(ε) | να μπαγκαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαγκαρίσει | είχα μπαγκαρίσει | θα έχω μπαγκαρίσει | να έχω μπαγκαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαγκαρίσει | είχες μπαγκαρίσει | θα έχεις μπαγκαρίσει | να έχεις μπαγκαρίσει | έχε μπαγκαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει μπαγκαρίσει | είχε μπαγκαρίσει | θα έχει μπαγκαρίσει | να έχει μπαγκαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαγκαρίσει | είχαμε μπαγκαρίσει | θα έχουμε μπαγκαρίσει | να έχουμε μπαγκαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαγκαρίσει | είχατε μπαγκαρίσει | θα έχετε μπαγκαρίσει | να έχετε μπαγκαρίσει | έχετε μπαγκαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μπαγκαρίσει | είχαν μπαγκαρίσει | θα έχουν μπαγκαρίσει | να έχουν μπαγκαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μπαγκαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μπαγκαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μπαγκαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μπαγκαρισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαγκάρω
|