Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαγκάρω < μπαγκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug

  Ρήμα επεξεργασία

μπαγκάρω

Συνώνυμα επεξεργασία

(για δυσλειτουργικότητα)

(για υστέρηση φάσης)

(για ανανταποκριτικότητα (unresponsiveness))

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία