Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαγκάρω < μπαγκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug

μπαγκάρω

Συνώνυμα

επεξεργασία

(για δυσλειτουργικότητα)

(για υστέρηση φάσης)

(για ανανταποκριτικότητα (unresponsiveness))

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία