λαγκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγκάρω < λαγκ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική lag
Ρήμα
επεξεργασίαλαγκάρω
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) λειτουργώ πιο αργά από ό,τι αναμένεται, δεν αποδίδω σωστά
- (αργκό) (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) του οποίου πέφτουν τα πλαίσια ανά δευτερόλεπτο (FPS) ή γενικότερα μειώνεται η ταχύτητα απόδοσης λόγω ανεπαρκούς ισχύος υλισμικού (hardware)
- ⮡ Πάλι λαγκάρει ο υπολογιστής μου, νομίζω πως ήρθε η ώρα να αγοράσω καινούργιο.
- (αργκό, κατ’ επέκταση, σκωπτικό) (για πρόσωπο) κολλάω και δεν μπορώ να εκφραστώ, χάνω τα λόγια μου
- ⮡ Έλα βρε, ήθελα να το συζητήσουμε και όλως τυχαίως άρχισες να λαγκάρεις, λες και δεν ήξερες περί τίνος επρόκειτο!
- (αργκό) (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) του οποίου πέφτουν τα πλαίσια ανά δευτερόλεπτο (FPS) ή γενικότερα μειώνεται η ταχύτητα απόδοσης λόγω ανεπαρκούς ισχύος υλισμικού (hardware)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | λαγκάρω | λάγκαρα | θα λαγκάρω | να λαγκάρω | λαγκάροντας | |
β' ενικ. | λαγκάρεις | λάγκαρες | θα λαγκάρεις | να λαγκάρεις | λάγκαρε | |
γ' ενικ. | λαγκάρει | λάγκαρε | θα λαγκάρει | να λαγκάρει | ||
α' πληθ. | λαγκάρουμε | λαγκάραμε | θα λαγκάρουμε | να λαγκάρουμε | ||
β' πληθ. | λαγκάρετε | λαγκάρατε | θα λαγκάρετε | να λαγκάρετε | λαγκάρετε | |
γ' πληθ. | λαγκάρουν(ε) | λάγκαραν λαγκάραν(ε) |
θα λαγκάρουν(ε) | να λαγκάρουν(ε) |