Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαγκάρω < λαγκ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική lag

  Ρήμα επεξεργασία

λαγκάρω

 συνώνυμα: καθυστερώ, αργοπορώ

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. λαγκάρω λάγκαρα θα λαγκάρω να λαγκάρω λαγκάροντας
β' ενικ. λαγκάρεις λάγκαρες θα λαγκάρεις να λαγκάρεις λάγκαρε
γ' ενικ. λαγκάρει λάγκαρε θα λαγκάρει να λαγκάρει
α' πληθ. λαγκάρουμε λαγκάραμε θα λαγκάρουμε να λαγκάρουμε
β' πληθ. λαγκάρετε λαγκάρατε θα λαγκάρετε να λαγκάρετε λαγκάρετε
γ' πληθ. λαγκάρουν(ε) λάγκαραν
λαγκάραν(ε)
θα λαγκάρουν(ε) να λαγκάρουν(ε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία