Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αργοπορία οι αργοπορίες
      γενική της αργοπορίας των αργοποριών
    αιτιατική την αργοπορία τις αργοπορίες
     κλητική αργοπορία αργοπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργοπορία < μεσαιωνική ελληνική ἀργοπορία < αρχαία ελληνική ἀργός + πόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αργοπορία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία