αργοπορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αργοπορία < μεσαιωνική ελληνική ἀργοπορία < αρχαία ελληνική ἀργός + πόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααργοπορία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- αργοπορεμένος
- αργοπόρημα
- αργοπορημένα
- αργοπορημένος
- αργοπορημός
- αργοπόρηση
- αργοπορητής
- αργοπορήτρα
- αργοπορινά
- αργοπορινός
- αργόπορος / αργοπόρος / αργοπόρητος
- αργοπορώ / αργοπορίζω
- → δείτε τις λέξεις αργός, πορεία και πόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αργοπορία
|