Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αργοπόρηση οι αργοπορήσεις
      γενική της αργοπόρησης* των αργοπορήσεων
    αιτιατική την αργοπόρηση τις αργοπορήσεις
     κλητική αργοπόρηση αργοπορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αργοπορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργοπόρηση < αργοπορώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αργοπόρηση[1] θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. αργοπόρησηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας