restricted
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαrestricted (en)
Επίθετο
επεξεργασίαrestricted (en)
- περιορισμένος
- προορισμένος για συγκεκριμένη χρήση
- διαβάθμιση εμπιστευτικότητας εγγράφου που δεν είναι επακριβώς απόρρητο
restricted (en)
restricted (en)