εμπιστευτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμπιστευτικότητα | οι | εμπιστευτικότητες |
γενική | της | εμπιστευτικότητας | των | εμπιστευτικοτητών |
αιτιατική | την | εμπιστευτικότητα | τις | εμπιστευτικότητες |
κλητική | εμπιστευτικότητα | εμπιστευτικότητες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμπιστευτικότητα < εμπιστευτικ(ός) + -ότητα[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική confidentiality ή τη γαλλική confidentialité [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /em.bi.ste.ftiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπι‐στευ‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμπιστευτικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα που έχουν δεδομένα ή στοιχεία
- ※ Οι λόγοι για τους οποίους υπάρχει εμπιστευτικότητα μεταξύ της ΕΕ και των εταιρειών με τις οποίες βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις ή έχει συμφωνήσει για την αγορά εμβολίων είναι σημαντικοί, ανέφερε την Παρασκευή ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Στεφάν Nτε Κερσμέκερ, ερωτηθείς σχετικά.
- Γκάφα Βελγίδας υφυπουργού αποκάλυψε τις τιμές εμβολίων (18 Δεκεμβρίου 2020), Η Καθημερινή
- ※ Οι λόγοι για τους οποίους υπάρχει εμπιστευτικότητα μεταξύ της ΕΕ και των εταιρειών με τις οποίες βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις ή έχει συμφωνήσει για την αγορά εμβολίων είναι σημαντικοί, ανέφερε την Παρασκευή ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Στεφάν Nτε Κερσμέκερ, ερωτηθείς σχετικά.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εμπιστεύομαι, πιστεύω και πίστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμπιστευτικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμπιστεύομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ εμπιστευτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)