confidentialité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confidentialité | confidentialités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconfidentialité (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη confidentiel
ενικός | πληθυντικός |
confidentialité | confidentialités |
confidentialité (fr) θηλυκό