περιγραφικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιγραφικότητα < περιγραφικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριγραφικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ικανότητα περιγραφής ή η ιδιότητα του περιγραφικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιγραφικότητα
|