ενεστώτας circumscribe
γ΄ ενικό ενεστώτα circumscribes
αόριστος circumscribed
παθητική μετοχή circumscribed
ενεργητική μετοχή circumscribing

circumscribe (en)

  1. περιγράφω, σχεδιάζω μια γραμμή γύρω από κάτι
  2. (μαθηματικά) σχεδιάζω έναν περιγεγραμμένο κύκλο γύρω από ένα πολύγωνο
  3. (μεταφορικά) περιορίζω