circumscribe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | circumscribe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | circumscribes |
αόριστος | circumscribed |
παθητική μετοχή | circumscribed |
ενεργητική μετοχή | circumscribing |
Ρήμα
επεξεργασίαcircumscribe (en)
- περιγράφω, σχεδιάζω μια γραμμή γύρω από κάτι
- (μαθηματικά) σχεδιάζω έναν περιγεγραμμένο κύκλο γύρω από ένα πολύγωνο
- (μεταφορικά) περιορίζω