↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περικυκλώσιμος η περικυκλώσιμη το περικυκλώσιμο
      γενική του περικυκλώσιμου της περικυκλώσιμης του περικυκλώσιμου
    αιτιατική τον περικυκλώσιμο την περικυκλώσιμη το περικυκλώσιμο
     κλητική περικυκλώσιμε περικυκλώσιμη περικυκλώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περικυκλώσιμοι οι περικυκλώσιμες τα περικυκλώσιμα
      γενική των περικυκλώσιμων των περικυκλώσιμων των περικυκλώσιμων
    αιτιατική τους περικυκλώσιμους τις περικυκλώσιμες τα περικυκλώσιμα
     κλητική περικυκλώσιμοι περικυκλώσιμες περικυκλώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περικυκλώσιμος < (περικυκλώνω) περικυκλωσ- + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

περικυκλώσιμος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. περικυκλώσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)