περικυκλώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περικυκλώσιμος < (περικυκλώνω) περικυκλωσ- + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
περικυκλώσιμος[1]
- που είναι δυνατόν να περικυκλωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περικυκλώσιμος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ περικυκλώσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)