Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζώνη ασφαλείας οι ζώνες ασφαλείας
      γενική της ζώνης ασφαλείας των ζωνών ασφαλείας
    αιτιατική τη ζώνη ασφαλείας τις ζώνες ασφαλείας
     κλητική ζώνη ασφαλείας ζώνες ασφαλείας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις ζώνη και ασφάλεια

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ζώνη ασφαλείας θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία