Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρακοζώνι τα βρακοζώνια
      γενική του βρακοζωνιού των βρακοζωνιών
    αιτιατική το βρακοζώνι τα βρακοζώνια
     κλητική βρακοζώνι βρακοζώνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρακοζώνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρακοζώνι[1] < βρακί / βράκα (< ελληνιστική κοινή βράκαι < λατινική bracae, πληθυντικός του braca < γαλατικά brāca < πρωτογερμανική *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) < *bʰreg-: σπάω, χωρίζω) + ζώνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρακοζώνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία