Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

 
μουσικός που φοράει βράκα και παίζει ταμπουρά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βράκα οι βράκες
      γενική της βράκας των βρακών
    αιτιατική τη βράκα τις βράκες
     κλητική βράκα βράκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βράκα < ελληνιστική κοινή βράκαι < λατινική bracae, πληθυντικός αριθμός του braca < γαλατική brāca < πρωτογερμανική *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) < *bʰreg- (σπάω, χωρίζω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βράκα θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία