βρακάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρακάκι | τα | βρακάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βρακάκι | τα | βρακάκια |
κλητική | βρακάκι | βρακάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρακάκι < βρακ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρακάκι ουδέτερο
- μικρό βρακί (εσώρουχο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βρακί
βρακάκι
|