Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρακοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βρακοφόρ
ος
η
βρακοφόρ
α
το
βρακοφόρ
ο
γενική
του
βρακοφόρ
ου
της
βρακοφόρ
ας
του
βρακοφόρ
ου
αιτιατική
τον
βρακοφόρ
ο
τη
βρακοφόρ
α
το
βρακοφόρ
ο
κλητική
βρακοφόρ
ε
βρακοφόρ
α
βρακοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βρακοφόρ
οι
οι
βρακοφόρ
ες
τα
βρακοφόρ
α
γενική
των
βρακοφόρ
ων
των
βρακοφόρ
ων
των
βρακοφόρ
ων
αιτιατική
τους
βρακοφόρ
ους
τις
βρακοφόρ
ες
τα
βρακοφόρ
α
κλητική
βρακοφόρ
οι
βρακοφόρ
ες
βρακοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
βρακοφόρος
Κρητικός
Ετυμολογία
επεξεργασία
βρακοφόρος
<
βράκ(α)
+
-ο-
+
-φόρος
(<
φέρω
)
Επίθετο
επεξεργασία
βρακοφόρος, -α, -ο
που φοράει
βράκα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βρακοφόρ
ος
οι
βρακοφόρ
οι
γενική
του
βρακοφόρ
ου
των
βρακοφόρ
ων
αιτιατική
τον
βρακοφόρ
ο
τους
βρακοφόρ
ους
κλητική
βρακοφόρ
ε
βρακοφόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
βρακοφόρος
αρσενικό
αυτός που φοράει
βράκα
, συνήθως οι νησιώτες π.χ. ο
Κρητικός
, ο
Κυπραίος
κ.α.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρακοφόρος