Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεζώνω < ξε- + ζώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεζώνω

  • βγάζω κάτι που φοράω γύρω από τη μέση μου, πχ μια ζώνη.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία