Δείτε επίσης: Νεφέλη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεφέλη αἱ νεφέλαι
      γενική τῆς νεφέλης τῶν νεφελῶν
      δοτική τῇ νεφέλ ταῖς νεφέλαις
    αιτιατική τὴν νεφέλην τὰς νεφέλᾱς
     κλητική ! νεφέλη νεφέλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεφέλ
γεν-δοτ τοῖν  νεφέλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία