νεφέλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεφέλη | οι | νεφέλες |
γενική | της | νεφέλης | των | νεφελών |
αιτιατική | τη | νεφέλη | τις | νεφέλες |
κλητική | νεφέλη | νεφέλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεφέλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεφέλη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /neˈfe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐φέ‐λη
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεφέλη θηλυκό
- (λόγιο, λογοτεχνικό) σύννεφο, νέφος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη νέφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεφέλη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νεφέλη | αἱ | νεφέλαι |
γενική | τῆς | νεφέλης | τῶν | νεφελῶν |
δοτική | τῇ | νεφέλῃ | ταῖς | νεφέλαις |
αιτιατική | τὴν | νεφέλην | τὰς | νεφέλᾱς |
κλητική ὦ! | νεφέλη | νεφέλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεφέλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεφέλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεφέλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεφέλη θηλυκό
- (μετεωρολογία) σύννεφο, μάζα νεφών
- (μεταφορικά) σύννεφο θλίψης
- δίχτυ για παγίδευση πουλιών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε και → νέφος
Αναφορές
επεξεργασία- νεφέλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεφέλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.