Δείτε επίσης: Νεφέλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφέλη οι νεφέλες
      γενική της νεφέλης των νεφελών
    αιτιατική τη νεφέλη τις νεφέλες
     κλητική νεφέλη νεφέλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφέλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεφέλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /neˈfe.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐φέ‐λη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεφέλη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη νέφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεφέλη αἱ νεφέλαι
      γενική τῆς νεφέλης τῶν νεφελῶν
      δοτική τῇ νεφέλ ταῖς νεφέλαις
    αιτιατική τὴν νεφέλην τὰς νεφέλᾱς
     κλητική ! νεφέλη νεφέλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεφέλ
γεν-δοτ τοῖν  νεφέλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφέλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεφέλη θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) σύννεφο, μάζα νεφών
    1. (μεταφορικά) σύννεφο θλίψης
  2. δίχτυ για παγίδευση πουλιών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε καινέφος

  Αναφορές επεξεργασία