Οἰνόη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Οἰνόη | αἱ | Οἰνόαι |
γενική | τῆς | Οἰνόης | τῶν | Οἰνοῶν |
δοτική | τῇ | Οἰνόῃ | ταῖς | Οἰνόαις |
αιτιατική | τὴν | Οἰνόην | τὰς | Οἰνόᾱς |
κλητική ὦ! | Οἰνόη | Οἰνόαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Οἰνόᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Οἰνόαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οἰνόη < οἶνος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟἰνόη θηλυκό
- ονομασία πόλεων της Ελλάδας
- ονομασία δύο δήμων των Αθηνών
- κοντά στον Μαραθώνα, αρχικά της Αἰαντίδος φυλής
- κοντά στην Ελευσίνα, αρχικά της Ἱπποθοντίδος φυλής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Οἰνόη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Οἰνόη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Οἰνόη - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
- Attica, perseus.tufts.edu - Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854