Ἀλόπη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀλόπη | αἱ | Ἀλόπαι |
γενική | τῆς | Ἀλόπης | τῶν | Ἀλοπῶν |
δοτική | τῇ | Ἀλόπῃ | ταῖς | Ἀλόπαις |
αιτιατική | τὴν | Ἀλόπην | τὰς | Ἀλόπᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀλόπη | Ἀλόπαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀλόπᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀλόπαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀλόπη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈλόπη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Αλόπη στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Ἀλόπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.