ὄσχη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὄσχη | αἱ | ὄσχαι |
γενική | τῆς | ὄσχης | τῶν | ὀσχῶν |
δοτική | τῇ | ὄσχῃ | ταῖς | ὄσχαις |
αιτιατική | τὴν | ὄσχην | τὰς | ὄσχᾱς |
κλητική ὦ! | ὄσχη | ὄσχαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄσχᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὄσχαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ὄσχη < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: όσχεο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄσχη, -ης θηλυκό
- (ανατομία) σάκος που περιβάλλει τους όρχεις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.57, p.610, @scaife.perseus
- Ὁ δὲ σπλὴν ὑπονοσέων ἕλκει ἀπὸ τῆς κοιλίης ἀπὸ τοῦ ποτοῦ, ἡ δὲ νοῦσος γίνεται, καὶ ἡ ὄσχη διαφανὴς γίνεται, καὶ αἱ κληῖδες καὶ ὁ τράχηλος καὶ τὰ στήθεα καταλεπτύνεται·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.57, p.610, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- ὄσχη < → λείπει η ετυμολογία
ὄσχη, -ης θηλυκό
- ταυτόσημο με το ὄσχος
Πηγές
επεξεργασία- ὄσχη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.