ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄσχεον τὰ ὄσχε
      γενική τοῦ ὀσχέου τῶν ὀσχέων
      δοτική τῷ ὀσχέ τοῖς ὀσχέοις
    αιτιατική τὸ ὄσχεον τὰ ὄσχε
     κλητική ! ὄσχεον ὄσχε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀσχέω
γεν-δοτ τοῖν  ὀσχέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄσχεον < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: όσχεο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄσχεον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)