Δρυόπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δρυόπη | ||
γενική | της | Δρυόπης | ||
αιτιατική | τη | Δρυόπη | ||
κλητική | Δρυόπη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δρυόπη < αρχαία ελληνική Δρυόπη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾiˈo.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρυ‐ό‐πη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔρυόπη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά Δρύοπα
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Δρυόπη | ||
γενική | τῆς | Δρυόπης | ||
δοτική | τῇ | Δρυόπῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Δρυόπην | ||
κλητική ὦ! | Δρυόπη | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δρυόπη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔρυόπη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά Δρύοπα
- πόλη της Ελλάδας στην Ερμιονίδα
Πηγές
επεξεργασία- Δρυόπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.