Δείτε επίσης: Ἑλένη, Ελένη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑλένη αἱ ἑλέναι
      γενική τῆς ἑλένης τῶν ἑλενῶν
      δοτική τῇ ἑλέν ταῖς ἑλέναις
    αιτιατική τὴν ἑλένην τὰς ἑλένᾱς
     κλητική ! ἑλένη ἑλέναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑλέν
γεν-δοτ τοῖν  ἑλέναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑλένη < αβέβαιης ετυμολογίας ἑλένιον (το φυτό απ' όπου τα καλάμια). Αβέβαιος ο συσχετισμός με την Ἑλένη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑλένη θηλυκό

  1. δάδα, δάδα από καλάμια
    άλλες μορφές: ἑλάνα (δωρικός τύπος )
  2. καλάθι από καλάμια για τα απαραίτητα της λατρείας της Βραυρωνίας Αρτέμιδος
    → δείτε και τη λέξη Ἑλενηφόρια
    υποκοριστικό: ἑλενίδιον

  Πηγές επεξεργασία