Πηνελόπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πηνελόπη < αρχαία ελληνική Πηνελόπη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.neˈlo.pi/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠηνελόπη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) σύζυγος του Οδυσσέα. Το όνομά της είναι σύμβολο της πιστής και αφοσιωμένης συζύγου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαχαϊδευτικά και υποκοριστικά:
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πηνελόπη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πηνελόπη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Πηνελόπη | αἱ | Πηνελόπαι |
γενική | τῆς | Πηνελόπης | τῶν | Πηνελοπῶν |
δοτική | τῇ | Πηνελόπῃ | ταῖς | Πηνελόπαις |
αιτιατική | τὴν | Πηνελόπην | τὰς | Πηνελόπᾱς |
κλητική ὦ! | Πηνελόπη | Πηνελόπαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πηνελόπᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πηνελόπαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πηνελόπη < πηνέλοψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠηνελόπη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) την Οδύσσεια του Ομήρου
Πηγές
επεξεργασία- Πηνελόπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.