ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χιμέτλη αἱ χιμέτλαι
      γενική τῆς χιμέτλης τῶν χιμετλῶν
      δοτική τῇ χιμέτλ ταῖς χιμέτλαις
    αιτιατική τὴν χιμέτλην τὰς χιμέτλᾱς
     κλητική ! χιμέτλη χιμέτλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιμέτλ
γεν-δοτ τοῖν  χιμέτλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιμέτλη (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιμέτλη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία