χίμετλον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χίμετλον | τὰ | χίμετλᾰ |
γενική | τοῦ | χιμέτλου | τῶν | χιμέτλων |
δοτική | τῷ | χιμέτλῳ | τοῖς | χιμέτλοις |
αιτιατική | τὸ | χίμετλον | τὰ | χίμετλᾰ |
κλητική ὦ! | χίμετλον | χίμετλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιμέτλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χιμέτλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χίμετλον < χεῖμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
- χίμετλον ουδέτερο
- πληγή από το κρύο στα δάχτυλα, χιονίστρα
- ξεπάγιασμα
Πηγές επεξεργασία
- χίμετλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χίμετλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.