Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χίμετλον τὰ χίμετλ
      γενική τοῦ χιμέτλου τῶν χιμέτλων
      δοτική τῷ χιμέτλ τοῖς χιμέτλοις
    αιτιατική τὸ χίμετλον τὰ χίμετλ
     κλητική ! χίμετλον χίμετλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιμέτλω
γεν-δοτ τοῖν  χιμέτλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χίμετλον < χεῖμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χίμετλον ουδέτερο
  1. πληγή από το κρύο στα δάχτυλα, χιονίστρα
  2. ξεπάγιασμα

  Πηγές επεξεργασία