Ἀερόπη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀερόπη | αἱ | Ἀερόπαι |
γενική | τῆς | Ἀερόπης | τῶν | Ἀεροπῶν |
δοτική | τῇ | Ἀερόπῃ | ταῖς | Ἀερόπαις |
αιτιατική | τὴν | Ἀερόπην | τὰς | Ἀερόπᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀερόπη | Ἀερόπαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀερόπᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀερόπαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈερόπη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μητέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου
- γυναικείο όνομα: Αερόπη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αερόπη στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ἀέροπος - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press