Δείτε επίσης: Αρόη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀρόη
      γενική τῆς Ἀρόης
      δοτική τῇ Ἀρό
    αιτιατική τὴν Ἀρόην
     κλητική ! Ἀρόη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀρόη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀρόη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • πόλη της Αχαΐας, η Αρόη
    ※  Παυσανίας, 7. Αχαϊκά 18.2.
    Τριπτολέμου δὲ ἐκ τῆς Ἀττικῆς ἀφικομένου τόν τε καρπὸν λαμβάνει τὸν ἥμερον καὶ οἰκίσαι διδαχθεὶς πόλιν Ἀρόην ὠνόμασεν ἐπὶ τῇ ἐργασίᾳ τῆς γῆς
    δείτε τη Συζήτηση:Ἀρόη: με το «ἐπὶ τῇ ἐργασίᾳ τῆς γῆς» ο Παυσανίας συνδέει με τη ρίζα των λέξων ἄροσις, και ἀρόω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία