Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νικονόη αἱ Νικονόαι
      γενική τῆς Νικονόης τῶν Νικονοῶν
      δοτική τῇ Νικονό ταῖς Νικονόαις
    αιτιατική τὴν Νικονόην τὰς Νικονόᾱς
     κλητική ! Νικονόη Νικονόαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Νικονό
γεν-δοτ τοῖν  Νικονόαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νικονόη < (νίκη) νικο- + -νόη (νόος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νικονόη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία