Δείτε επίσης: ὄζῃ, ὄζοι
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄζη αἱ ὄζαι
      γενική τῆς ὄζης τῶν ὀζῶν
      δοτική τῇ ὄζ ταῖς ὄζαις
    αιτιατική τὴν ὄζην τὰς ὄζᾱς
     κλητική ! ὄζη ὄζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄζ
γεν-δοτ τοῖν  ὄζαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄζη, -ης θηλυκό