Βηθλεέμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Βηθλεέμη | ||||||
γενική | τῆς | Βηθλεέμης | ||||||
δοτική | τῇ | Βηθλεέμῃ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Βηθλεέμην | ||||||
κλητική ὦ! | Βηθλεέμη | |||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βηθλεέμη < Βηθλεέμ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒηθλεέμη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ελληνιστική κοινή) πόλη της Παλαιστίνης, άλλη μορφή του Βηθλεέμ
Πηγές
επεξεργασία- Βηθλεέμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.