Βηθλεέμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βηθλεέμ < ελληνιστική κοινή Βηθλεέμ < εβραϊκή בית לחם (bet lékhem)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.θleˈem/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βη‐θλε‐έμ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒηθλεέμ θηλυκό άκλιτο
- (χριστιανισμός) πόλη της Παλαιστίνης, στην οποία γεννήθηκε ο Ιησούς
- γυναικείο όνομα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βηθλεέμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βηθλεέμ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒηθλεέμ θηλυκό άκλιτο
- (ελληνιστική κοινή) πόλη της Παλαιστίνης
- → δείτε τη λέξη Βηθλεέμ (νέα ελληνικά)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Βηθλεέμ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.