ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Βήθλεμ
      γενική τῶν Βηθλέμων
      δοτική τοῖς Βηθλέμοις
    αιτιατική τὰ Βήθλεμ
     κλητική ! Βήθλεμ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βήθλεμα < Βηθλεέμ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βήθλεμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό