ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀρχιπέδη αἱ ὀρχιπέδαι
      γενική τῆς ὀρχιπέδης τῶν ὀρχιπεδῶν
      δοτική τῇ ὀρχιπέδ ταῖς ὀρχιπέδαις
    αιτιατική τὴν ὀρχιπέδην τὰς ὀρχιπέδᾱς
     κλητική ! ὀρχιπέδη ὀρχιπέδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρχιπέδ
γεν-δοτ τοῖν  ὀρχιπέδαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρχιπέδη < ὄρχι(ς) + πέδη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀρχιπέδη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία