ὀρχιπέδη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀρχιπέδη | αἱ | ὀρχιπέδαι | ||||
γενική | τῆς | ὀρχιπέδης | τῶν | ὀρχιπεδῶν | ||||
δοτική | τῇ | ὀρχιπέδῃ | ταῖς | ὀρχιπέδαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ὀρχιπέδην | τὰς | ὀρχιπέδᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ὀρχιπέδη | ὀρχιπέδαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρχιπέδᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρχιπέδαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὀρχιπέδη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) σεξουαλική ανικανότητα
- ※ 1ος πκε αιώνας Αντιφάνης ο Μακεδών στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο επίγραμμα 100 @anthologiagraeca.org, @perseus.tufts.edu
- ἀνθρώποις ὀλίγος μὲν ὁ πᾶς χρόνος, ὅν ποτε δειλοὶ
ζῶμεν, κἢν πολιὸν γῆρας ἅπασι μένῃ:
τῆς δ᾽ ἀκμῆς καὶ μᾶλλον. ὅτ᾽ οὖν χρόνος ὥριος ἡμῖν,
πάντα χύδην ἔστω, ψαλμός, ἔρως, προπόσεις.
χειμὼν τοὐντεῦθεν γήρως βαρύς: οὐδὲ δέκα μνῶν
στύσεις: τοιαύτη ς1᾽ ἐκδέχετ᾽ ὀρχιπέδη.
- ἀνθρώποις ὀλίγος μὲν ὁ πᾶς χρόνος, ὅν ποτε δειλοὶ
- ※ 1ος πκε αιώνας Αντιφάνης ο Μακεδών στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο επίγραμμα 100 @anthologiagraeca.org, @perseus.tufts.edu
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀρχιπέδη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.