περόνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περόνιασμα < περονιάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερόνιασμα ουδέτερο
- το τρύπημα με το πιρούνι
- το τσούξιμο που αισθάνεται κανείς από την υγρασία ή το κρύο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περόνιασμα
|