περονιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περονιαίος < περόνη + -ιαίος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική péronier[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική peroneal[1]
Επίθετο
επεξεργασίαπερονιαίος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περόνη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περονιαίος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ 1,0 1,1 περονιαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)