Ετυμολογία

επεξεργασία
καρφιτσώνω < καρφίτσ(α) + -ώνω < καρφί

καρφιτσώνω, αόρ.: καρφίτσωσα, παθ.φωνή: καρφιτσώνομαι, π.αόρ.: καρφιτσώθηκα, μτχ.π.π.: καρφιτσωμένος

  1. ενώνω με καρφίτσα
      καρφιτσώνω τον ποδόγυρο για να τον καρικώσω
  2. τσιμπάω με καρφίτσα
      Αχ! καρφιτσώθηκα και τρέχει αίμα.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία