καρφίτσωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρφίτσωμα < καρφιτσώνω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρφίτσωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καρφιτσώνω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καρφιτσώνω, καρφίτσα και καρφί
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρφίτσωμα
|