Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκαρφιτσώνω< ξε- + καρφιτσώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκαρφιτσώνω

  1. αφαιρώ τις καρφίτσες ή τις πινέζες από κάπου
  2. (συνεκδοχικά) αφαιρώ κάτι που είναι καρφιτσωμένο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία