Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκαρφιτσώνω< ξε- + καρφιτσώνω

ξεκαρφιτσώνω

  1. αφαιρώ τις καρφίτσες ή τις πινέζες από κάπου
  2. (συνεκδοχικά) αφαιρώ κάτι που είναι καρφιτσωμένο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία