πινέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πινέζα | οι | πινέζες |
γενική | της | πινέζας | των | πινεζών |
αιτιατική | την | πινέζα | τις | πινέζες |
κλητική | πινέζα | πινέζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πινέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική punaise (κοριός) < punais (δύσοσμος, απεχθής) < δημώδης λατινική *pūtināsius < λατινική putidus (αηδιαστικός, του puteo) + nasus (μύτη) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈne.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐νέ‐ζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπινέζα θηλυκό
- μικρό μεταλλικό καρφί, με πλατύ επίπεδο, κυλινδρικό ή σφαιρικό κεφάλι, που χρησιμοποιείται για να καρφιτσωθούν ανακοινώσεις, σημειώσεις, φωτογραφίες κλπ. σε πίνακα (συνήθως από φελλό)
- (μεταφορικά, προφορικό, μειωτικό) κοντή γυναίκα ή γενικότερα άνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πινέζα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.