πινεζούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πινεζούλα | οι | πινεζούλες |
γενική | της | πινεζούλας | — | |
αιτιατική | την | πινεζούλα | τις | πινεζούλες |
κλητική | πινεζούλα | πινεζούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πινεζούλα < πινέζ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.neˈzu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐νε‐ζού‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πινεζούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του πινέζα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πινέζα
πινεζούλα
|