↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεύκινος η πεύκινη το πεύκινο
      γενική του πεύκινου της πεύκινης του πεύκινου
    αιτιατική τον πεύκινο την πεύκινη το πεύκινο
     κλητική πεύκινε πεύκινη πεύκινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεύκινοι οι πεύκινες τα πεύκινα
      γενική των πεύκινων των πεύκινων των πεύκινων
    αιτιατική τους πεύκινους τις πεύκινες τα πεύκινα
     κλητική πεύκινοι πεύκινες πεύκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεύκινος < αρχαία ελληνική πεύκινος[1] [2] < πεύκη

  Επίθετο

επεξεργασία

πεύκινος

  • που έχει σχέση με το πεύκο, αναφέρεται σ’ αυτό ή προέρχεται απ’ αυτό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πεύκινοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πεύκινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.