Δείτε επίσης: Πεύκη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεύκη οι πεύκες
      γενική της πεύκης
    αιτιατική την πεύκη τις πεύκες
     κλητική πεύκη πεύκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεύκη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεύκη αἱ πεῦκαι
      γενική τῆς πεύκης τῶν πευκῶν
      δοτική τῇ πεύκ ταῖς πεύκαις
    αιτιατική τὴν πεύκην τὰς πεύκᾱς
     κλητική ! πεύκη πεῦκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεύκ
γεν-δοτ τοῖν  πεύκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεύκη θηλυκό

  1. (δέντρο) πεύκο
  2. αυτό που φτιάχνεται από ξύλο πεύκου
  3. ξύλινη πινακίδα (για γράψιμο)

Συνώνυμα

επεξεργασία