Δείτε επίσης: Πεύκη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεύκη οι πεύκες
      γενική της πεύκης
    αιτιατική την πεύκη τις πεύκες
     κλητική πεύκη πεύκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεύκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεύκη. Δείτε και πεύκο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpef.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεύ‐κη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεύκη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεύκη αἱ πεῦκαι
      γενική τῆς πεύκης τῶν πευκῶν
      δοτική τῇ πεύκ ταῖς πεύκαις
    αιτιατική τὴν πεύκην τὰς πεύκᾱς
     κλητική ! πεύκη πεῦκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεύκ
γεν-δοτ τοῖν  πεύκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεύκη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεύκη θηλυκό

  1. (δέντρο) πεύκο
  2. αυτό που φτιάχνεται από ξύλο πεύκου
  3. ξύλινη πινακίδα (για γράψιμο)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία