πεύκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεύκη | οι | πεύκες |
γενική | της | πεύκης | — | |
αιτιατική | την | πεύκη | τις | πεύκες |
κλητική | πεύκη | πεύκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεύκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεύκη. Δείτε και πεύκο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpef.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πεύ‐κη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεύκη θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεύκη
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεύκη | αἱ | πεῦκαι |
γενική | τῆς | πεύκης | τῶν | πευκῶν |
δοτική | τῇ | πεύκῃ | ταῖς | πεύκαις |
αιτιατική | τὴν | πεύκην | τὰς | πεύκᾱς |
κλητική ὦ! | πεύκη | πεῦκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεύκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεύκαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεύκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεύκη θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πεύκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεύκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.